- ἐξηγορία
- ἐξηγορίᾱ , ἐξηγορίαutterancefem nom/voc/acc dualἐξηγορίᾱ , ἐξηγορίαutterancefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξηγορία — ἐξηγορία, η (Α) [εξηγορώ] 1. κραυγή, εκφώνηση («εἰσελεύσεται προσώπῳ ἱλαρῷ σὺν ἐξηγορίᾳ», ΠΔ) 2. ομολογία, εξομολόγηση 3. υπόσχεση … Dictionary of Greek
ἐξηγορίᾳ — ἐξηγορίᾱͅ , ἐξηγορία utterance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγορίας — ἐξηγορίᾱς , ἐξηγορία utterance fem acc pl ἐξηγορίᾱς , ἐξηγορία utterance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγορίαν — ἐξηγορίᾱν , ἐξηγορία utterance fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)